σκανταλίζω

σκανταλίζω
σκανδαλίζω και σκανταλίζω, σκανδάλισα και σκαντάλισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκανταλίζω — Ν βλ. σκανδαλίζω …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλίζω — ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν [σκάνδαλον / σκάνταλο] βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. προκαλώ την… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλίζω — και σκανταλίζω, σκανδάλισα και σκαντάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”